- φωτόφοβος
- ος, ο[ν]1) страдающий светобоязнью; 2) избегающий света, боящийся света
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φωτόφοβος — η, ο, Ν 1. αυτός που για παθολογικούς λόγους δεν ανέχεται το φως 2. φρ. «φωτόφοβος οργανισμός» βιολ. οργανισμός που δεν ανέχεται ή αποφεύγει τον άπλετο φωτισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + φοβος (< φόβος), πρβλ. υδρό φοβος. Η λ. μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek
φωτόφοβος — η, ο 1. αυτός που φοβάται το φως, που δεν το ανέχεται εξαιτίας κάποιας πάθησης (π.χ. μηνιγγίτιδας). 2. (ζωολ.), το ουδ. πληθ. ως ουσ., φωτόφοβα τάξη αρθρόποδων της οικογένειας των αραχνοειδών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek
φωτοφοβία — η, Ν ιατρ. τάση για προστασία τών ματιών από το φως, που εκδηλώνεται σε ορισμένα άτομα λόγω τής επώδυνης εντύπωσης που προκαλεί η επίδραση του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photophobia (< φωτόφοβος). Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον… … Dictionary of Greek